Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λήταρχος — λήταρχος, ὁ (Α) δημόσιος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊτον «ναός, δημόσιο κτήριο» + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω)] … Dictionary of Greek
λῄταρχον — λῄταρχος public priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)